- επισφίγγω
- ἐπισφίγγω (AM)σφίγγω δυνατά, δένω, κρατώ σφιχτάμσν.μέσ. ἐπισφίγγομαιδιπλώνομαι, μαζεύομαι, κουλουριάζομαιαρχ.1. σφιχταγκαλιάζω2. τεντώνω πιο πολύ, επιτείνω το σφίξιμο («τήν νήτην ἐπίσφιγξον», Αιλ.)3. μτφ. μπερδεύω, περιπλέκω.
Dictionary of Greek. 2013.